- συνεργατισμός
- ο, Ν(οικον.) θεωρία που υποστηρίζει τη συνεταιριστική άσκηση οικονομικών έργων.[ΕΤΥΜΟΛ. < συνεργάτης + -ισμός*, απόδοση στην ελλ. τού γαλλ. cooperatisme. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Εφημερίς].
Dictionary of Greek. 2013.